- κουπόνι
- bon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουπόνι — το 1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο 2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει 3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή … Dictionary of Greek
κουπόνι — το (λ. γαλλ.) 1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο. 2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek